- ἐπετράπην
- ἐπετράπην s. ἐπιτρέπω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπετράπην — ἐπιτέρπομαι rejoice aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπιτέρπομαι rejoice aor ind pass 1st sg ἐπιτρέπω to turn to aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπιτρέπω to turn to aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)